RELATED MENU
Η εμμηνόπαυση αποτελεί την μόνιμη παύση της ωοθηκικής λειτουργία, που ορίζεται κλινικά από την απουσία της εμμήνου ρύσεως για 12 μήνες τουλάχιστον. Φυσιολογικά, η μέση ηλικία εμμηνόπαυσης είναι τα 48-51 έτη , ενώ 1% των γυναικών εμφανίζουν εμμηνόπαυση πριν από την ηλικία των 40 ετών και 5% μετά την ηλικία των 55 ετών. Στην περίπτωση που η εμμηνόπαυση εμφανίζεται πριν από την ηλικία των 40 ετών καλείται πρόωρη εμμηνόπαυση.
Η μεταβατική περίοδος πριν και μετά την οριστική παύση της λειτουργίας των ωοθηκών ονομάζεται κλιμακτήριο ή περιεμμηνοπαυσιακή περίοδος.
Η πρώιμη ωοθηκική ανεπάρκεια είναι η δυνητικά αναστρέψιμη κατάσταση που εμφανίζεται σε γυναίκες μικρότερες των 40 ετών και χαρακτηρίζεται από αμηνόρροια, χαμηλά επίπεδα οιστρογόνων, αυξημένες Συνθετικές Ωοθυλακιοτρόπους ορμόνες και ανωοθυλακιορρηξία. Στην πρώιμη ωοθηκική ανεπάρκεια μπορούν να ανευρεθούν έστω και ελάχιστα άωρα ωοθυλάκια στις ωοθήκες, ώστε στα πλαίσια της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής να υπάρχει κάποια δυνατότητα τεκνοποίησης.
Η περιεμμηνοπαυσιακή περίοδος χαρακτηρίζεται από μεγάλη διακύμανση στην παραγωγή οιστρογόνων. Κατά μέσο όρο τα οιστρογόνα είναι αυξημένα.
Η σχετικά αυξημένη παραγωγή οιστρογόνων οφείλεται στην αυξημένη FSH, η οποία προκαλεί αυξημένη παραγωγή οιστρογόνων , τα οποία μπορεί στη συνέχεια να καταστείλουν την FSH. Η αύξηση της FSH οφείλεται κυρίως στη μείωση της ανασταλτίνης , που παράγεται από τα ωοθυλάκια.
Συμπτώματα της εμμηνόπαυσης:
Το συχνότερο και πιο ενοχλητικό σύμπτωμα είναι οι εξάψεις οι οποίες πρωτοεμφανίζονται στην περιεμμηνοπαυσιακή περίοδο.Τα επεισόδια εξάψεων διαρκούν λίγοτερο από 5 λεπτά και συνήθως συνοδεύονται από αίσθημα παλμών, κεφαλαλγία, αδυναμία , λιποθυμική τάση και ίλιγγο. Συχνά υποχωρούν με ιδρώτα και αίσθημα ψύχους. Είναι συχνότερα κατά την διάρκεια της νύκτας. Δεν έχουν σχέση με υποοιστρογοναιμία αυτή καθ’εαυτή αλλά μάλλον με τις απότομες διακυμάνσεις των οιστρογόνων. Όσο ψηλότερα ήταν τα προηγούμενα επίπεδα οιστρογόνων και όσο πιο απότομη και ταχεία η μεταβολή τους, τόσο εντονότερα αναμένονται τα αγγειοκινητικά φαινόμενα, που οφείλονται σε μεταβολές του θερμορρυθμιστικού κέντρου του υποθαλάμου.
Η υποοιστρογοναιμία οδηγεί σε μία σειρά άλλων μετεμμηνοπαυσιακών συμπτωμάτων, όπως ατροφία του κόλπου, αύξηση της έπειξης προς ούρηση, δυσουρία, ατροφία μαστών, λέπτυνση και ρυτίδωση του δέρματος, συναισθηματικές διαταραχές, ενώ μακροπρόθεσμα παρατηρούνται οστεοπόρωση, αύξηση του κινδύνου καρδιαγγειακών νοσημάτων και αύξηση του κινδύνου για τη νόσο Alzheimer.
Η διάγνωση της εμμηνόπαυσης είναι κλινική και επιβεβαιώνεται με ορμονικό έλεγχο. Η πιστοποίηση της οριστικής παύσης της ωοθηκικής λειτουργίας γίνεται με την ανεύρεση υψηλών τιμών FSH(>40U/ml).
Ποιά η προτεινόμενη Θεραπεία:
Η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση των άμεσων συμπτωμάτων αλλά και για την πρόληψη των απώτερων επιπλοκών της εμμηνόπαυσης.
Τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης, όπως οι αγγειοκινητικές διαταραχές και οι διαταραχές του ύπνου, αποτελούν την συχνότερη αιτία για την οποία χορηγείται αρχικά η θεραπεία υποκατάστασης. Κατά κανόνα, η χορήγησή της αφορά σε μικρό χρονικό διάστημα και είναι αποτελεσματική και ασφαλής.
Ο ρόλος της θεραπείας υποκατάστασης στην πρόληψη των οστεοπορωτικών καταγμάτων είναι καλά τεκμηριωμένος. Η χρήση οιστρογόνων αναστέλλει την απώλεια οστικής μάζας και μειώνει κατά 50% τον κίνδυνο σπονδυλικών καταγμάτων. Ο ιδανικός χρόνος έναρξης της αγωγής είναι, σε περίπτωση αυτόματης εμμηνόπαυσης , 12 μήνες μετά την τελευταία εμμηνορρυσία, ενώ , σε περίπτωση χειρουργικής εμμηνόπαυσης, αμέσως μετά την επέμβαση. Πρέπει να διαρκεί 5-10 χρόνια.
Πότε δεν συνιστάται η θεραπεία:
Η χορήγηση ορμονικής θεραπείας υποκατάστασης αντενδεικνύεται απολύτως σε γυναίκες με ορμονοεξαρτώμενους όγκους (καρκίνος μαστού, καρκίνος ενδομητρίου, μηνιγγίωμα), με ενεργό θρομβοεμβολική νόσο, με χολοστατικό ίκτερο λόγω συνδρόμου Dubin-Johnson ή Rotor, με χρόνια ηπατική νόσο, με πορφυρία, καθώς και σε γυναίκες με αδιάγνωστη αιμορραγία από τα γεννητικά όργανα. Η παχυσαρκία, τα ινομυώματα , η ενδομητρίωση, το προλακτίνωμα, οι κιρσοί, ο υπερθυρεοειδισμός και η αρτηριακή υπέρταση, καταστάσεις που παλαιότερα εθεωρούντο ως αντενδείξεις για ορμονική θεραπεία υποκατάστασης, σήμερα δεν θεωρούνται πλέον ως αντενδείξεις και απλώς συστήνεται συχνότερος έλεγχος.