Η θρομβοφιλία δυστυχώς απασχολεί τόσο τις μέλλουσες μητέρες όσο και τον γυναικολόγο τους διότι είναι ένα νόσημα που μπορεί να προκαλέσει πολύ σοβαρές επιπλοκές στην εγκυμοσύνη, με αποτέλεσμα να τερματιστεί η κύηση.
Η θρομβοφιλία είναι η αυξημένη τάση του αίματος για πήξη. Όταν το αίμα πήζει, δημιουργούνται θρόμβοι, οι οποίοι θεωρούνται επικίνδυνοι, αφού μπορούν να φράξουν μερικώς ή ολικώς ένα αιμοφόρο αγγείο. Ο θρόμβος, επίσης, ανάλογα με το μέγεθός του και το σημείο που σχηματίζεται, μπορεί να προκαλέσει δυσκολία στην αναπνοή, πόνο στο στήθος, σοκ ή ακόμη και καρδιακή ανακοπή.
Η θρομβοφιλία δεν είναι σπάνια νόσος και μπορεί να είναι κληρονομική, αλλά και επίκτητη, καθώς μπορεί να προκύψει από διάφορες καταστάσεις (διαβήτης, καρκίνος, παχυσαρκία, έμφραγμα μυοκαρδίου, ακινησία, εγκυμοσύνη).
Η παρουσία θρομβοφιλίας πολλαπλασιάζει τους κινδύνους φλεβικής θρόμβωσης, αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, καρδιακού επεισοδίου και επιπλοκών της κύησης (αποκόλληση πλακούντα, τοξιναιμία, διάχυτη ενδαγγειακή πήξη, πρώιμες αποβολές, ενδομήτριος θάνατος, προωρότητα, ελλειποβαρή νεογνά) από 10 έως 100 φορές, ανάλογα με τον τύπο θρομβοφιλίας και τους εξωτερικούς επιβαρυντικούς παράγοντες (υπέρβαρο, κύηση, λήψη ορμονών, κάπνισμα, ακινησία).
Η θρομβοφιλία κατά την εγκυμοσύνη μπορεί να θεωρηθεί επικίνδυνη, καθώς προκαλεί διάφορες άλλες σοβαρές επιπλοκές: από την αποκόλληση του πλακούντα, τον ενδομήτριο θάνατο, την πρόωρη γέννηση ή ακόμη και την αποβολή μέχρι την γέννηση νεογνών με ελλειπές βάρος.
Η θρομβοφιλία εντοπίζεται με μια εξέταση και ανάλογα με τα αποτελέσματα αναλαμβάνει ο εξειδικευμένος ιατρός να χορηγήσει στην έγκυο θεραπεία για την μείωση της πηκτικότητα του αίματος, χωρίς όμως τη χρήση αντιπηκτικών.
Απαραίτητες εξετάσεις σε περίπτωση θρομβοφιλίας είναι οι εξής: